- ἐξέμαθες
- ἐκμανθάνωlearn thoroughlyaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεμαθαίνω — 1. ξεχνώ κάτι που έχω μάθει («τά μάθαινες εξέμαθες, τά ξερες ήχασές τα», Ερωτόκρ.) 2. χάνω συνήθεια που είχα, ξεσυνηθίζω («έχω να πάω πολύ.καιρό στο γυμναστήριο και έχω ξεμάθει) … Dictionary of Greek